αρρενώ

From LSJ
Revision as of 06:21, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ζήσεις βίον κράτιστον, ἢν θυμοῦ κρατῇς → Vives bene, si sis vacuus iracundia → Am besten lebst du, wenn du deinen Zorn beherrschst

Menander, Monostichoi, 186

Greek Monolingual

ἀρρενῶ (-όω) (Α) άρρην
1. καθιστώ ανδροπρεπή, ισχυροποιώ
2. παθ. α) ανδρώνομαι, μπαίνω στην αντρική ηλικία
β) δυναμώνω, γίνομαι ισχυρός.