αρρενώ
From LSJ
Ζήσεις βίον κράτιστον, ἢν θυμοῦ κρατῇς → Vives bene, si sis vacuus iracundia → Am besten lebst du, wenn du deinen Zorn beherrschst
Greek Monolingual
ἀρρενῶ (-όω) (Α) άρρην
1. καθιστώ ανδροπρεπή, ισχυροποιώ
2. παθ. α) ανδρώνομαι, μπαίνω στην αντρική ηλικία
β) δυναμώνω, γίνομαι ισχυρός.