ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρὸς νόσων → death is the last healer of sicknesses
ἀρρενῶ (-όω) (Α) άρρην1. καθιστώ ανδροπρεπή, ισχυροποιώ2. παθ. α) ανδρώνομαι, μπαίνω στην αντρική ηλικίαβ) δυναμώνω, γίνομαι ισχυρός.