αρχιεργάτης
From LSJ
Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)
Greek Monolingual
ο (θηλ. αρχιεργάτισσα και -τρια, η)
ο προϊστάμενος άλλων εργατών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχι- + εργάτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Ακρόπολις].