ἀνάστροφος

Revision as of 06:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

ον,

   A = ἀναστρόφιος, Papp.828.17 (s.v.l.).

Spanish (DGE)

-ον
1 mat. recíproco Papp.828.17.
2 adv. -ως inversamente, al revés Chrysipp.Stoic.2.71, Iambl.VP 118.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀνάστροφος, -ον) αναστρέφω
1. αντίστροφος, ανάποδος, αντίξοος
2. επίρρ. ανάστροφα
αντίστροφα, ανάποδα, παρά προσδοκία
3. το θηλ. ως ουσ. η ανάστροφη
ράπισμα με τη ράχη του χεριού, μπάτσος.