αποθνήσκω

Revision as of 06:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

(AM ἀποθνῄσκω, (Μ κ. ἀποθνήσκω)
1. πεθαίνω
2. σκοτώνομαι
3. αποχωρίζομαι οριστικά από κάτι, το αποκηρύσσω οριστικά («ἀπέθανε τῇ ἁμαρτίᾳ»)
αρχ.
1. πεθαίνω στα γέλια, πάω να σκάσω απ' τα γέλια
2. φρ. «ἀποθνῄσκω τῷ δέει» — πεθαίνω από τον φόβο μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απο- + θνήσκω
ο απλός τ. (θνῄσκω) στον πρκμ. και υπερσ. χρησιμοποιείται κανονικά, ενώ οι ενεστ., μέλλ. κ. αόρ. υποκαθίστανται από τους χρόνους του συνθ. ἀποθνῄσκω].