αιματικός

From LSJ
Revision as of 06:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (1)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οὔτε σοφίας ἐνδείᾳ οὔτ' αἰσχύνης περιουσίᾳ → neither from lack of knowledge nor from superfluity of modesty

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α αἱματικός, -ή, -όν) αἷμα
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο αίμα («αιματική κυκλοφορία»)
αρχ.
1. (για ζώα) αυτός που έχει αίμα, έναιμος (αντίθ. άναιμος)
2. τὸ αἱματικὸν ουσ.
όνομα κάποιου χόρτου.