γῆ θηρίοις μᾶλλον ἢ ἀνθρώποις σύμμετρος → region more fitting to beasts than men
-ή, -ό (Α αἱματικός, -ή, -όν) αἷμααυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο αίμα («αιματική κυκλοφορία»)αρχ.1. (για ζώα) αυτός που έχει αίμα, έναιμος (αντίθ. άναιμος)2. τὸ αἱματικὸν ουσ.όνομα κάποιου χόρτου.