αιματικός

From LSJ

γῆ θηρίοις μᾶλλον ἢ ἀνθρώποις σύμμετροςregion more fitting to beasts than men

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α αἱματικός, -ή, -όν) αἷμα
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο αίμα («αιματική κυκλοφορία»)
αρχ.
1. (για ζώα) αυτός που έχει αίμα, έναιμος (αντίθ. άναιμος)
2. τὸ αἱματικὸν ουσ.
όνομα κάποιου χόρτου.