ανδραποδιστής
From LSJ
ὁ γὰρ μανθάνων κιθαρίζειν κιθαρίζων μανθάνει κιθαρίζειν → he who is learning the harp, learns the harp by harping
Greek Monolingual
ἀνδραποδιστής, ο (Α)
1. αυτός που πουλά ελεύθερο άνθρωπο ως δούλο, δουλέμπορος
2. «ἀνδραποδιστὴς ἑαυτοῡ» — αυτός που για τα χρήματα θυσιάζει την ανεξαρτησία του, φαύλος, ποταπός.