ο, η (Α ἀνθολόγος, -ον)νεοελλ.1. ανθοκόμος2. συνθέτης ή συντάκτης ανθολογίαςαρχ.1. αυτός που συλλέγει άνθη2. αυτός που του αρέσουν τα άνθη.