ανυπεράσπιστος
From LSJ
καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
Greek Monolingual
-η, -ο
απροστάτευτος, ανυποστήρικτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + υπερασπίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1849 στον Θ. Παπάζογλου].