ανυπεράσπιστος
From LSJ
νᾶφε καὶ μέμνασ' ἀπιστεῖν → keep a clear head and remember not to believe a thing (Epicharmus fr. 250)
Greek Monolingual
-η, -ο
απροστάτευτος, ανυποστήρικτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + υπερασπίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1849 στον Θ. Παπάζογλου].