αρρενογόνος

Revision as of 06:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-α, -ο (Α ἀρρενογόνος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που έχει σχέση με την αρρενογονία
αρχ.
1. αυτός που γεννά αρσενικά παιδιά
2. ως ουσ. το ἀρρενογόνον
ονομασία φυτού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άρρην, -ενος + -γόνος < γίγνομαι.