αχορήγητος
From LSJ
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀχορήγητος, -ον) χορηγώ
αυτός στον οποίο δεν χορηγήθηκε κάτι
νεοελλ.
εκείνος που δεν έχει ακόμη χορηγηθεί.
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
-η, -ο (AM ἀχορήγητος, -ον) χορηγώ
αυτός στον οποίο δεν χορηγήθηκε κάτι
νεοελλ.
εκείνος που δεν έχει ακόμη χορηγηθεί.