αχορήγητος

From LSJ

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀχορήγητος, -ον) χορηγώ
αυτός στον οποίο δεν χορηγήθηκε κάτι
νεοελλ.
εκείνος που δεν έχει ακόμη χορηγηθεί.