βελτιώνω
From LSJ
φέρουσα κατακρύπτει ἐς τὸ ἀφραστότατόν οἱ ἐφαίνετο εἶναι → wherefore she bore it away and hid it where she thought it would be hardest to find
Greek Monolingual
(AM βελτιῶ, -όω) βελτίων
καθιστώ κάποιον ή κάτι καλύτερο, καλυτερεύω.