βελτιώνω

From LSJ

ὕδωρ δι' ἀκριβείας ἐστί τινι → water is scarce for someone

Source

Greek Monolingual

(AM βελτιῶ, -όω) βελτίων
καθιστώ κάποιον ή κάτι καλύτερο, καλυτερεύω.