καλυτερεύω

From LSJ

φελένη καὶ φάναξ καὶ φοῖκος καὶ φαήρ → Ἑλένη καὶ ἄναξ καὶ οἶκος καὶ ἀήρ | Helen, lord, house, and air

Source

Greek Monolingual

καλυτερεύω)
1. (αμτβ.) γίνομαι καλύτερος, διορθώνομαι, βελτιώνομαι, βελτιώνω τη θέση μου
2. (αμτβ.) πηγαίνω καλύτερα στην υγεία μου
νεοελλ.
(μτβ.) κάνω κάποιον ή κάτι καλύτερο, βελτιώνω, διορθώνω («προσπαθεί να καλυτερέψει την τύχη του»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλύτερος + -εύω (πρβλ. χειροτερ-εύω < χειρότερος)].