βαθύμετρο

From LSJ
Revision as of 06:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Γαμεῖν ὁ μέλλων εἰς μετάνοιαν ἔρχεται → Ad paenitendum properat, qui uxorem accipit → Der Heiratswillige kommt zur Sinnesänderung

Menander, Monostichoi, 91

Greek Monolingual

το
1. όργανο ακρίβειας για τη μέτρηση του βάθους, διαφοράς στάθμης, διαφόρων μηχανικών κοιλοτήτων (οπών, εγκοπών κ.λπ.)
2. (ή «κλισιόμετρο ορίζοντος»)
οπτικό όργανο που χρησιμοποιείται κυρίως από τους ναυτικούς και με τον οποίο προσδιορίζεται η τιμή του βάθους του ορίζοντα
3. ωκεανογραφική συσκευή ηχοβόλησης που χρησιμοποιείται για την εκτίμηση του βάθους στο οποίο βρίσκεται ο πυθμένας.