βαθύμετρο
From LSJ
Γαμεῖν ὁ μέλλων εἰς μετάνοιαν ἔρχεται → Ad paenitendum properat, qui uxorem accipit → Der Heiratswillige kommt zur Sinnesänderung
Greek Monolingual
το
1. όργανο ακρίβειας για τη μέτρηση του βάθους, διαφοράς στάθμης, διαφόρων μηχανικών κοιλοτήτων (οπών, εγκοπών κ.λπ.)
2. (ή «κλισιόμετρο ορίζοντος»)
οπτικό όργανο που χρησιμοποιείται κυρίως από τους ναυτικούς και με τον οποίο προσδιορίζεται η τιμή του βάθους του ορίζοντα
3. ωκεανογραφική συσκευή ηχοβόλησης που χρησιμοποιείται για την εκτίμηση του βάθους στο οποίο βρίσκεται ο πυθμένας.