εκτίμηση

From LSJ

Ξενίας ἀεὶ φρόντιζε, μὴ καθυστέρει → Cura hospitalis esse nec in hoc sis piger → Sei stets auf Gastfreundschaft bedacht und säume nicht

Menander, Monostichoi, 396

Greek Monolingual

και εχτίμηση, η (Α ἐκτίμησις)
(για πράγμ.) καθορισμός, υπολογισμός της ποσότητας ή ποιότητας ενός πράγματος ή γενικά της τιμήςεκτίμηση ακινήτου, ζημιάς κ.λπ.»)
νεοελλ.
1. υπολογισμός του μεγέθους, ποσού, σημασίας, ποιότητας, ιδιότητας ενός πράγματος ή ενέργειας, γεγονότος ή καταστάσεως («εκτίμηση τών περιστάσεων ή αποστάσεως, γεγονότος, σημασίας κ.λπ.»)
2. υπόληψη, σεβασμός
(«έπεσε στην εκτίμηση μου»).