γαλακτοπαραγωγός

Revision as of 06:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-όν
1. αυτός που παράγει γάλα, ο γαλακτοφόρος
2. (για ουσίες, φάρμακα κ.λπ.) εκείνος που ενισχύει την αύξηση παραγωγής του γάλακτος
3. ως ουσ. ο παραγωγός γάλακτος, αυτός που ασχολείται με την κτηνοτροφία κι εκμεταλλεύεται το γάλα που παράγεται.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γάλα (-κτος) + παραγωγός. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Ραϊνόλδο Δημητριάδη].