γαλακτοπαραγωγός
Greek Monolingual
-όν
1. αυτός που παράγει γάλα, ο γαλακτοφόρος
2. (για ουσίες, φάρμακα κ.λπ.) εκείνος που ενισχύει την αύξηση παραγωγής του γάλακτος
3. ως ουσ. ο παραγωγός γάλακτος, αυτός που ασχολείται με την κτηνοτροφία κι εκμεταλλεύεται το γάλα που παράγεται.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γάλα (-κτος) + παραγωγός. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Ραϊνόλδο Δημητριάδη].