γαλακτοφόρος

From LSJ

Τοῦ ὅλου οὖν τῇ ἐπιθυμίᾳ καὶ διώξει ἔρως ὄνομα → Love is the name for our pursuit of wholeness, for our desire to be complete

Plato, Symposium, 192e10
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γᾰλακτοφόρος Medium diacritics: γαλακτοφόρος Low diacritics: γαλακτοφόρος Capitals: ΓΑΛΑΚΤΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: galaktophóros Transliteration B: galaktophoros Transliteration C: galaktoforos Beta Code: galaktofo/ros

English (LSJ)

γαλακτοφόρον, giving milk, PLond.1.3.22 (ii B. C.), J.BJ3.3.4, Opp.C.1.443; of food, causing an abundant flow of milk, Sch.Nic.Th.553.

Spanish (DGE)

(γᾰλακτοφόρος) -ον
I 1que da leche κτήνη I.BI 3.50, τιθῆναι Opp.C.1.443, κούρη Nonn.D.30.167.
2 que hace dar leche en abundancia πράσιος Sch.Nic.Th.553.
II subst.
1 ὁ γ. lechero, UPZ 175a.22, 180a.35.6, OBodl.1.304 (todos II a.C.).
2 dud. τὸ γαλακτοφόρον recipiente o jarra para leche, POxy.521.24, cf. 22 (II d.C.), cf. γλα<κ>τοφόρος.

German (Pape)

[Seite 471] Milch tragend, habend, Opp. C. 1, 442; τιθῆναι Nic. Th. 554 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

γᾰλακτοφόρος: -ον, ὁ φέρων ἢ παράγων γάλα, Ἰώσηπ. Π. Ι. 3. 3, 4. Ὀππ. Κ. 1. 443· τιθῆναι Νίκ. Θ. 554.

Greek Monolingual

-ο (AM γαλακτοφόρος, -ον)
1. (για μητέρα ή τροφό ή θηλυκό ζώο) αυτή που παράγει γάλα
2. (για ουσίες ή τροφές) ο γαλακταγωγός
νεοελλ.
1. το ουδ. εν. ως ουσ. α) γαλακτοφόρο, το
κύτταρο ή σύμπλεγμα κυττάρων που συνδέονται μεταξύ τους και περιέχουν γαλακτικό χυμό
β) γυάλινο δοχείο που χρησιμοποιείται ως θήλαστρο
3. φρ. «γαλακτοφόρος πόρος» (και ως ουσ. γαλακτοφόρος, ο)
εκφορητικός πόρος στον οποίο συμβάλλουν πολλοί μεσολόβιοι πόροι τών αδένων του μαστού.