βάκτρῳ δ' ἐρείδου περιφερῆ στίβον χθονός → support with a staff your steps that waver on the ground
ο (Α ἀκρόλοφος) (Α και -ος, -ον)κορυφή όρους, βουνοκορφήαρχ.ως επίθ. αυτός που καταλήγει σε κορυφή.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο- (Ι) + λόφος.ΠΑΡ. αρχ. ἀκρολοφία, ἀκρολοφίτης.