αλωνοτόπι

From LSJ
Revision as of 06:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶνforgive us our trespasses

Source

Greek Monolingual

το
το αλώνι και (γενικά) κάθε τόπος που μπορεί να γίνει αλώνι
νεοελλ.
στον πληθ. τα αλωνοτόπια
τοποθεσία όπου υπάρχουν πολλά αλώνια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. ἁλωνοτόπιον < ἁλώνι(ον) + τόπιον, υποκορ. του ουσ. τόπος.