ανθρωπεύω
From LSJ
Κόλαζε τὸν πονηρόν, ἄνπερ δυνατὸς ᾖς → Malum castiga, maxime si sis potens → Den Schurken strafe, wenn du dazu fähig bist
Greek Monolingual
(Α ἀνθρωπεύομαι)
νεοελλ.
1. εξανθρωπίζομαι, μαθαίνω να συμπεριφέρομαι κόσμια, ευπρεπίζομαι, αποκτώ το ήθος και τους τρόπους πολιτισμένου ανθρώπου
2. (για πράγματα) συγυρίζομαι, εξωραΐζομαι
3. (μτβ.) κάνω κάποιον να είναι κόσμιος και ευπρεπής («τον ανθρώπεψε η γυναίκα του»)
αρχ.
ζω σαν άνθρωπος (σε αντιδιαστολή προς τους θεούς ή τα ζώα).