ανθρωπεύω

From LSJ
Revision as of 06:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Κόλαζε τὸν πονηρόν, ἄνπερ δυνατὸς ᾖς → Malum castiga, maxime si sis potens → Den Schurken strafe, wenn du dazu fähig bist

Menander, Monostichoi, 278

Greek Monolingual

ἀνθρωπεύομαι)
νεοελλ.
1. εξανθρωπίζομαι, μαθαίνω να συμπεριφέρομαι κόσμια, ευπρεπίζομαι, αποκτώ το ήθος και τους τρόπους πολιτισμένου ανθρώπου
2. (για πράγματα) συγυρίζομαι, εξωραΐζομαι
3. (μτβ.) κάνω κάποιον να είναι κόσμιος και ευπρεπής («τον ανθρώπεψε η γυναίκα του»)
αρχ.
ζω σαν άνθρωπος (σε αντιδιαστολή προς τους θεούς ή τα ζώα).