άναυλος

From LSJ
Revision as of 06:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)

Source

Greek Monolingual

(I)
ἄναυλος, -ον (Α) αυλός
1. (για τραγούδι) εκείνο που δεν συνοδεύεται από αυλό
2. εκείνος που δεν παίζει αυλό
3. άμουσος, ακαλλιέργητος μουσικά.———————— (II)
-η, -ο ναύλος
1. χωρίς ναύλο, χωρίς να πληρωθεί ή να πληρώσει ναύλο
2. αυτός που έφυγε βιαστικά «εκών άκων», σαν κυνηγημένος.