Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau
και παπόρι, το
1. ατμόπλοιο
2. φρ. α) «γίνομαι βαπόρι» — εξοργίζομαι
β) «τον έκανα βαπόρι» — τον εξόργισα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. vapore «ατμός, ατμόπλοιο») < λατ. vapor(-ōris) «ατμός»].