βαπόρι

From LSJ
Revision as of 06:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau

Menander, Monostichoi, 267

Greek Monolingual

και παπόρι, το
1. ατμόπλοιο
2. φρ. α) «γίνομαι βαπόρι» — εξοργίζομαι
β) «τον έκανα βαπόρι» — τον εξόργισα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. vapore «ατμός, ατμόπλοιο») < λατ. vapor(-ōris) «ατμός»].