αγάντα

From LSJ
Revision as of 06:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (1)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν → they will become one flesh

Source

Greek Monolingual

η αγαντάρω
1. το σημείο απ’ όπου μπορεί κανείς να κρατηθεί, π. χ. «κάνε αγάντα», βαστήξου
2. πάσσαλος ή κρίκος όπου δένεται το σκάφος.