ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν → they will become one flesh
η αγαντάρω1. το σημείο απ’ όπου μπορεί κανείς να κρατηθεί, π. χ. «κάνε αγάντα», βαστήξου2. πάσσαλος ή κρίκος όπου δένεται το σκάφος.