τὸ αὐτοπροαίρετον τε καὶ αὐτεξούσιον → free will
(I)ψαρεύω με αθίβολο.[ΕΤΥΜΟΛ. αθίβολος.ΠΑΡ. αθιβόλεμα].———————— (II)αθιβολήαθιβάλλω.