αθιβάλλω
From LSJ
ἐπάμεροι· τί δέ τις; τί δ' οὔ τις; σκιᾶς ὄναρ ἄνθρωπος → Neverlasting: What is a somebody? What is a nobody? You are a dream of a shadow | Creatures of a day. What is a someone, what is a no one? Man is the dream of a shade.
Greek Monolingual
και αθιβάνω 1. εκφράζω αμφιβολίες, αμφιβάλλω
2. συνομιλώ, συζητώ
3. ανταλλάσσω λόγια, φιλονικώ
4. μιλώ, διηγούμαι, επαινώ, εξυμνώ.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αφιβάλλω, με ανομοίωση του χειλικού συνεχόμενου συμφώνου φ σε θ, λόγω του αμέσως ακολουθούντος, επίσης χειλικού, συνεχόμενου συμφώνου β < αμφιβάλλω].