αστρολόγος
From LSJ
ὁ ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends
Greek Monolingual
ο (AM ἀστρολόγος)
αυτός που ασχολείται με την αστρολογία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άστρον + -λογος < λέγω.