αιμόρρυτος
From LSJ
Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)
Greek Monolingual
αἱμόρρυτος, -ον (Α)
αυτός από τον οποίο ρέει, στάζει αίμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αἷμα + ῥυτὸς < ῥέω].