Οὐδείς, ὃ νοεῖς μὲν, οἶδεν, ὃ δέ ποιεῖς, βλέπει → Quid cogites, scit nemo; quid facias, patet → nicht weiß man, was du denkst, doch sieht man, was du tust
ἀχθηφόρος, -ον (Μ)επώδυνος, οδυνηρός.[ΕΤΥΜΟΛ. < άχθος + -φορος < φέρω.