άχθος
From LSJ
Γελᾷ δ' ὁ μῶρος, κἄν τι μὴ γελοῖον ᾖ → Mens stulta ridet, quando ridendum est nihil → Es lacht der Tor, auch wenn es nichts zu lachen gibt
Greek Monolingual
το (AM)
βάρος, φορτίο
μσν.
φρ. «ἄχθη τῆς θαλάσσης» — κήτη
αρχ.
1. στενοχώρια, λύπη, βάρος
2. φρ. (για οκνηρούς και άχρηστους ανθρώπους) «ἄχθος ἀρούρης» — ενόχληση, βάρος της γης.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Βλ. λ. άχθομαι.
ΠΑΡ. αρχ. αχθεινός, αχθίζω.
ΣΥΝΘ. αχθοφόρος, επαχθής
αρχ.
ανδραχθής, βαρυαχθής, δειραχθής, δυσαχθής, επισαχθής, εριαχθής, ισοαχθής, καταχθής, μολιβαχθής, μυσαχθής, νουσαχθής, πολυαχθής, πρῳραχθής, σπειραχθής, υπεραχθής, ωμαχθής
μσν.
αχθηφόρος].