ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages
ἀμενής, -ές (Α)ο χωρίς μένος, ασθενής, αδύνατος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερ. + -μενής < μένος.ΠΑΡ. αρχ. ἀμενηνός].