απεναντίας
From LSJ
Ψυχῆς μέγας χαλινὸς ἀνθρώποις ὁ νοῦς → Animi nam frenum magnum mens est hominibus → Der Menschenseele fester Zügel ist Vernunft
Greek Monolingual
(AM ἀπεναντίας) επίρρ.
1. αντιθέτως, τουναντίον
2. απέναντι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (επιρρ. φρ.) απ' εναντίας].