δενδροσκέπαστος

From LSJ
Revision as of 06:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei

Menander, Monostichoi, 277

Greek Monolingual

-η, -ο- (για τόπους) σκεπασμένος με δένδρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δένδρον + σκεπάζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1831 στον Αλ. Σούτσο].