Δασύλλιος
From LSJ
Quibus enim nihil est in ipsis opis ad bene beateque vivendum → Every age is burdensome to those who have no means of living well and happily
English (LSJ)
ον, epith. of Bacchus, Paus.1.43.5 (παρὰ τὸ δασύνειν τὰς ἀμπέλους, acc. to EM248.54).
Greek (Liddell-Scott)
Δασύλλιος: -ον, ἐπίθ. τοῦ Βάκχου, Παυσ. 1. 43, 5· παρὰ τὸ δασύνειν τὰς ἀμπέλους, κατὰ τὸ Ἐτυμ. Μ. 248. 54.
Spanish (DGE)
(Δᾰσύλλιος) -ου, ὁ
Dasilio
1 epít. de Dioniso en Mégara, Paus.1.43.5, EM 248.54G.
2 hijo de Ténaro de Amiclas, muerto por Morreo, Nonn.D.30.188.
Greek Monolingual
Δασσύλιος, ο (Α) δασύς
(προσωνυμία του Διονύσου) αυτός που δασύνει, που κάνει να φουντώνουν τα αμπέλια.