γαρμπής

Revision as of 06:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο
1. νοτιοδυτικός άνεμος
2. δυτικός άνεμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ξεν. λ. < (αραβ.) gαrbi «δυτικός». Η λ. πέρασε στην Ελληνική πιθ. μέσω της βενετσιάνικης και της ισπανικής ναυτικής γλώσσας (gαrbin)].