δαιμονομαντεία

From LSJ
Revision as of 06:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249

Greek Monolingual

η
μαντεία που γίνεται με τη βοήθεια ή την επίκληση τών δαιμόνων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δαίμων (-ονος) + μαντεία. Η λ. μαρτυρείται το 1889 από το Νικ. Κοντόπουλο στο Ελληνογαλλικόν Αεξικόν].