γαλατσίδα

From LSJ
Revision as of 06:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Πενίας βαρύτερον οὐδέν ἐστι φορτίονOnus est inopia longe gravius ceteris → Als Armut gibt es keine Last, die schwerer wiegt

Menander, Monostichoi, 450

Greek Monolingual

η
1. οποιοδήποτε αγριόχορτο με γαλακτώδη χυμό
2. ονομασία διαφόρων φυτών του γένους του Ευφορβίου, τιθύμαλλος, φλόμος
3. το φυτό περιπλοκάς η Ελληνική, περικοκλάδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλακτίδα, αιτ. του αρχ.-μσν. γαλακτίς].