γροθιά

From LSJ
Revision as of 06:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

μικρὰ παρεμπορευσαμέναις τῆς ἀφροδίτης → little love commerce, little divertisements with Aphrodite

Source

Greek Monolingual

η (Μ γροθέα και γρονθέα) γρόθος
1. κλειστό χέρι με σφιγμένα τα δάχτυλα
2. χτύπημα που καταφέρεται με αυτόν τον τρόπο
νεοελλ.
1. σιδερένιο όπλο το οποίο έχει τρύπες όσες και τα δάχτυλα του χεριού και προσαρμόζεται σε αυτό ώστε να καταφέρονται δυνατά και επικίνδυνα χτυπήματα
2. δύναμη («αυτός έχει γερή γροθιά»).