δευτερεία
From LSJ
Καλὸν τὸ θνῄσκειν, οἷς ὕβριν τὸ ζῆν φέρει → Quis foeda vita restat, his pulchrum est mori → Wem das Leben Schmach bringt, dem ist Sterben schön
δευτερεῑα, τα (ενν. ἆθλα) (Α)
1. το δεύτερο βραβείο σε αγώνα
2. η δεύτερη θέση, η δεύτερη σειρά σε κατάταξη.