δοκίδες

From LSJ
Revision as of 06:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τὸ κοῖλον τοῦ ποδὸς δεῖξαιshow the heels, show a clean pair of heels, show the hollow of the foot, run away

Source

Greek Monolingual

οι
1. ζεύγος χόνδρινων πετάλων ή ελασμάτων του εμβρυϊκού κρανίου τών θηλαστικών
2. λεπτά διαφράγματα που ρυθμίζουν διάφορες λειτουργίες τών ασπονδύλων
3. ατελή διαφράγματα, ενδοδερμικά κύτταρα, εγκάρσιες παχύνσεις σε ορισμένα φυτά.