διδυμωτός

Revision as of 06:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)

Spanish (DGE)

-ή, -όν

• Grafía: graf. διδιμ- Cyran.1.4.16
bífido, γλῶσσα Cyran.l.c.

Greek Monolingual

διδυμωτός, -ή, -όν (AM)
διπλός, διχαλωτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δίδυμος + (κατάλ.) -ωτός].