εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος → in the name of the Father, and of the Son, and of the Holy Spirit
εἰσαναγκάζω (Α)1. αναγκάζω κάτι να μπει μέσα σε κάτι άλλο2. αναγκάζω.