ειλητάριο

From LSJ
Revision as of 06:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (10)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἑαυτὸν οὐδεὶς ὁμολογεῖ κακοῦργος ὤν → Nemo maleficus se fatetur maleficum → Von sich gibt keiner zu, dass er ein Schurke ist

Menander, Monostichoi, 158

Greek Monolingual

το (Μ εἰλητάριον)
μακρόστενη περγαμηνή που περιείχε τη θεία Λειτουργία
νεοελλ.
η περγαμηνή με χωρία της Γραφής την οποία εικονίζονται να κρατούν διάφοροι Άγιοι
μσν.
1. περιτύλιγμα, δέμα
2. σχοινί για να δένουν τα σκυλιά.