ἔγχρεμμα

Revision as of 06:28, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (10)

English (LSJ)

ατος, τό,

   A spitting, in pl., Plu.2.82b (dub. l.).

German (Pape)

[Seite 714] τό, das Ausgespuckte, Plut. profect. virt. sent. p. 259, καὶ φθόνοι καὶ κακοήθειαι.

Greek (Liddell-Scott)

ἔγχρεμμα: τό, τὸ ἐγχρεμπτόμενον «ῥόχαλον», Πλούτ. 2. 82Β.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
crachat jeté par mépris sur qqn.
Étymologie: ἐγχρέμπτομαι.

Spanish (DGE)

τό
sent. dud., quizá escupitajo, expectoración τὰ δ' ἐντὸς αἴσχη τῆς ψυχῆς καὶ τὰ περὶ τὸν βίον ἐγχρέμματα Plu.2.82b.

Greek Monolingual

ἔγχρεμμα, το (Α)
αποβολή σάλιου και φλέματος.