ἔγχρεμμα

From LSJ

ἔτυχες εἰς τὴν μάχην ὑπὸ τοῦ στρατηγοῦ πεμφθεὶς → you happened to be sent into the battle by the general

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔγχρεμμα Medium diacritics: ἔγχρεμμα Low diacritics: έγχρεμμα Capitals: ΕΓΧΡΕΜΜΑ
Transliteration A: énchremma Transliteration B: enchremma Transliteration C: egchremma Beta Code: e)/gxremma

English (LSJ)

-ατος, τό, spitting, in plural, Plu.2.82b (dub. l.).

Spanish (DGE)

τό
sent. dud., quizá escupitajo, expectoración τὰ δ' ἐντὸς αἴσχη τῆς ψυχῆς καὶ τὰ περὶ τὸν βίον ἐγχρέμματα Plu.2.82b.

German (Pape)

[Seite 714] τό, das Ausgespuckte, Plut. profect. virt. sent. p. 259, καὶ φθόνοι καὶ κακοήθειαι.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
crachat jeté par mépris sur qqn.
Étymologie: ἐγχρέμπτομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἔγχρεμμα: ατος τό плевок (ἐγχρέμματα καὶ φθόνοι Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἔγχρεμμα: τό, τὸ ἐγχρεμπτόμενον «ῥόχαλον», Πλούτ. 2. 82Β.

Greek Monolingual

ἔγχρεμμα, το (Α)
αποβολή σάλιου και φλέματος.