δυστονία
From LSJ
ἡδονήν, μέγιστον κακοῦ δέλεαρ → pleasure, the greatest incitement to evildoing | pleasure, a most mighty lure to evil | pleasure, the great bait to evil
Spanish (DGE)
-ας, ἡ mús. disonancia, distonias mollire Fulg.3.9.
Greek Monolingual
η
αλλοίωση του τόνου τών ιστών, ιδιαίτερα τών μυών και τών αγγείων.