ὑποκατακλίνομαι τοῦ εὶς πλέον ἐναντιοῦσθαι → desist from further opposition;
ἐκβοῶ (-άω) (AM)βγάζω δυνατή φωνή, κραυγάζωαρχ.1. διώχνω με βοή2. (παθ. μτχ.) εκβεβοημένοςπερίφημος, περιβόητος.